- ερεθιστότητα
- η(οικον.) νεολογισμός τής ελληνικής οικονομικής ορολογίας, ο οποίος σημαίνει τον βαθμό ευαισθησίας ενός μηχανισμού τής οικονομίας σε εξωγενείς ή ενδογενείς ερεθισμούς, αλλιώς ευαισθησία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερεθιστός. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον Βασίλειο Λάκωνα].
Dictionary of Greek. 2013.